Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Ο ύμνος της απροσωπίας - Ζαχαρίας Παπαντωνίου



Ύστερα από τρία χρόνια που την είδα, η Μαδρίτη είναι πάλι μπροστά μου. Δεν αφήνει ποτέ τον ξένο. Για να μου ξαναφέρη στα μάτια του Πράντο, μου ξανάρχεται όχι σε άμεση παράσταση οπτική, μα σε παράσταση οσφραντική, σε έντονη μυρουδιά τερεβινθίνης. Η γνώριμη μυρουδιά των Μουσείων! Τη συνηθίσαμε, τη ζητούμε όταν λείψη. Μας έγινεν άρωμα αγαπητό. Κανένα άλλο δεν προκαλεί τόσο πλούσιους συνειρμούς ιδεών και εικόνων. Ξέρομε όλοι την τυραννική δύναμη των οσφραντικών αισθημάτων. Διαρκούν λιγώτερο από τα οπτικά και τα ακουστικά. Μα έρχονται ορμητικώτερα. Ζουν περισσότερο απ’ όλα, δεν πεθαίνουν ποτέ. Με το άρωμα οι αναμνήσεις βρυκολακιάζουν. Είχα λιγάκι ξεχάσει τις γνωριμίες μου με το αλησμόνητο μουσείο του Πράντο, όταν το σταμάτημα του εμφυλίου σπαραγμού της Ισπανίας μού ξανάφερε την τερεβινθίνη του, το δριμύ και το αγαπητό άρωμα. Ήρθε σα φωνή, σα φάντασμα του ερημωμένου μουσείου, που έχει τώρα στερηθή τα αριστουργήματά του, ξενιτεμένα έξω απ’ τη σπαραγμένη Ισπανία, κλεισμένα σε κιβώτια χωμένα σε μεγάλα βάθη της γης απ’ τον τρόμο των οβίδων.


Πολλά παράδοξα συμβαίνουν στον κόσμο τούτο. Στην καθημερινή μας ρητορική λέμε πως τα αριστουργήματα ανήκουν στην ανθρωπότητα. Μόλις ανάψη πόλεμος, βλέπομε πως έχουν πατρίδα. Και όχι μόνο πατρίδα, μα έχουν και κόμμα. Ανήκουν στον πολιορκητή ή στον πολιορκούμενο. Έτσι ξεκινούν και ταξιδεύουν. Με την πολεμική αεροπορία και τον επικείμενο αιφνιδιασμό του πολέμου, σημαίνει για τα έργα τέχνης η έξοδος, η πορεία, η περιπλάνηση και η ταφή. Το ίδρυμα του μόχθου, της προσοχής και της λεπτής καλαισθησίας, το Μουσείο, αρκεί ένα σάλπισμα κινδύνου να το μεταβάλη σε αναστατωμένη αποθήκη τελωνείου, να το αδειάση, και να περιμένωμε πάλι τον πολιτισμό για να ξανάρθη στη θέση του. Μα ξανάρχεται στη θέση του ένα μετακινημένο μουσείο; Θα ξανάρθη το Πράντο; Οι αμύθητοι θησαυροί του μουσείου της Μαδρίτης, που τους κληροδότησε η κοσμοκράτειρα δυναστεία, που τους συγκέντρωσε μια Ισπανία ενωμένη, που τους τοποθέτησε τόση καλαισθησία και τόση στοργή, που τους χάϊδεψαν τόσα μάτια, που προκάλεσαν τόσες εκστάσεις, τόσες προσευχές, αυτή η ευδαιμονία όλων των ανθρώπων, η κοινοκτημοσύνη της μιας και της αληθινής ανθρωπότητας, της αδιαίρετης, θα συγκεντρωθούν άλλη μια φορά; Είναι εύκολο να γυρίσουν από ξένες χώρες, να προβάλλουν από υπόγεια κι από κασόνια και να ξανάβρουν τη ζυγισμένη τους θέση, τη σχέση μεταξύ τους, τη γνωριμία με το φως και με το θεατή; Θα ξαναϊδούμε ποτέ τους αντιγραφείς του Πράντο, σκαλωμένους στο μικρό τους ικρίωμα, να κινούν με υπομονή το πινέλο;

 ***

Τους θυμούμαι σαν τώρα δα, βλέπω τα καβαλέτα τους, τη στάση τους μπροστά στο έργο, την πινελιά τους, την αταραξία τους για τον επισκέπτη που σταματά και ρίχνει γρήγορα ματιές απ’ το έργο στην αντιγραφή για να κάμη τον έλεγχο. Ένοιωθαν πίσω απ’ την πλάτη τους κριτή. Μα δε γύρισαν ποτέ να τον κοιτάξουν. Βλέπονται απ’ όλους. Τους αγνοούν όλους. Ξεπέρασαν τον ψόγο και το υποκείμενό τους έξω απ’ το μουσείο. Η δουλειά τους είναι η αντιγραφή, η υποταγή σε άλλη προσωπικότητα. Μιλώντας μια μέρα σ’ έναν Ισπανό ζωγράφο, τους ονόμασα Ρωμαίους, δίδοντάς τους το όνομα του λαού, που περιώρισε την αισθητική του ενέργεια στην παθητική αντιγραφή των ελληνικών αριστουργημάτων. Όνομα ψυχρό. Μα όνομα που σημαίνει την ταπεινή αναγνώριση της τελειότητας και τη λατρεία. Σ’ όλον τον καιρό της διαμονής μου εκεί τους λέγαμε Ρωμαίους. Κι από τότε, για οικονομία, δίνω το όνομα του ιστορικού λαού σε κάθε αντιγραφέα περίφημων πινάκων και γλυπτών, όπως το έδωκα και στο φίλο μου τον Ούγγρο ζωγράφο Μαλονάκι, που στο Τολέδο, δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια ανεβασμένος στη σκαλωσιά του, αντιγράφει την «Ταφή του Οργκάζ» του Γκρέκο. Χωμένος μέσα στην εκκλησιά του Σάντο-Τομέ, στη γωνία εκείνη όπου ο ίδιος ο Γκρέκο με τα χέρια του τοποθέτησε το αριστούργημά του, συνηθισμένος να γυρίζη στα σοκάκια που έζησεν ο Κρητικός, στην ίδια όχθη του Τάγου, απασχολημένος ν’ αντιγράφη όχι δυο, μα έναν Γκρέκο, πάντα τον ίδιο, έφερε την υποταγή και τη λατρεία σε σημείο που αξίζει να τον πούμε κάτι περισσότερο από Ρωμαίο, να τον πούμε Βυζαντινό. Όσο για τους Ρωμαίους μου του Πράντο, δεν άλλαξα μ’ αυτούς ούτε λέξη. Ήταν βουβοί εξ αιτίας της δουλειάς τους. Και, σαν Ισπανοί, ήταν δυο φορές βουβοί. Αντέγραφαν άλλοι τον Γκρέκο, άλλοι τον Βελάσκεζ, άλλοι τον Γκόγια. Κατά την ιδιοσυγκρασία τους. Κατά την τεχνική τους. Γιατί, στο ζήτημα της εκλογής, κάθε Ρωμαίος έχει ατομικότητα. Μπορεί να παραιτήται από το υποκείμενό του άμα στήση το τελάρο του – μα, πού θα το στήση, αυτό είναι καθαρά υποκειμενική του δουλειά. Έτσι, αυτοί που το ’στησαν μπροστά στις Αφροδίτες του Τιτσιάνου, αν και δε μου μίλησαν ποτέ, μου πρόδωσαν την ύπαρξή τους. Ήταν οι αισθησιακοί. Στη λαμπρή  εκείνη αίθουσα του Πράντο, όπου ο άρχοντας της αισθησιακής τέχνης, με τις Δανάες και τις Αφροδίτες του, αφήνει το γυναικείο γυμνό να χύνεται σαν ποτάμι απ’ τον τεράστιο κρουνό της δημιουργίας, οι ζωγράφοι αντιγραφείς των Βενετσάνων έστησαν τα καβαλέτα τους και δουλεύουν ακούραστα. 


Ας παίρνουν το ύφος της παθητικής δουλειάς. Για μας που τους νοιώθομε είναι ευτυχισμένοι. Το μάτι τους πίνει αδιάκοπα και χαίρεται. Μεθούν με μέθοδο και σοφία. Είναι οι μεθοδικοί μέθυσοι, που πίνουν τεράστια ποσότητα πολύ αργά σε μικρές γουλιές. Τις γυμνές Δανάες και τις Αφροδίτες τις είχε κάμει ο Τιτσιάνος κυρίως για να ευφραίνωνται τα μάτια του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Β΄, που είχε στην εποχή της γνωριμίας τους ηλικία μόλις εικοσιτριών χρονών. Αυτό ήταν το καλύτερο που είχε να προσφέρη στη νεότητα του βασιλιά ένας αυλικός ζωγράφος. Μα γρήγορα οι Αφροδίτες έχασαν για το βασιλιά τον προορισμό τους. Παραχώρησαν τη θέση τους στις φροντίδες, στις τύψεις, στα οράματα της Δευτέρας Παρουσίας, που κατείχαν τον κοσμοκράτορα μέσα στο στεγνό Εσκουριάλ. Και λοιπόν τα γυμνά σε ποιον έμειναν πραγματικά; Σε ποιον άλλον από τους αντιγραφείς του Πράντο; Ποιος θεατής, ποιος αισθητικός, ποιος ερευνητής απολαμβάνει τις μακάριες αυτές φόρμες όσο εκείνοι, που τις χαϊδεύουν τόνο με τόνο, πινελιά με πινελιά, που κατεβαίνει κάθε στιγμή η ματιά τους ολύμπιες κατηφοριές, απ’ τα μαλλιά ως το νύχι του ποδιού, θεία γλιστρήματα; Να τος πάλι αυτός ο πιο παράδοξος απ’ όλους, με το μικρό ανάστημα, με τον κοντό λαιμό, με τα πολλά κατσαρά μαλλιά, με τη μορφή του γκρινιάρη και του αδιάλλακτου. Σωπαίνει σαν Ισπανός. Ασκητεύει και συλλογιέται σαν Καστιλλιάνος. Σωπαίνει πολλά χρόνια. Εγέρασε κοιτάζοντας αυτές τις Αφροδίτες. Παρακολουθώ την πινελιά του, μελετώ αυτόν τον ίδιον, τη σιωπή του, τις ζαρωματιές του, τη νευρικότητά του, τα «τικ» του. Αδιαφορεί για μένα, με αγνοεί όπως όλους. Τον βλέπω που βγήκεν έξω στην εναρμόνια σκάλα του Πράντο για να ξεκουραστή. Κάθεται. Καπνίζει. Αλλάζει λίγες λέξεις με άλλον απέναντι. Αντιγραφέας κι εκείνος. Δε μιλούν για την τύχη της Ευρώπης. Για την αντιγραφή μιλούν. Ακούω να περνούν απ’ την κουβέντα τους χρώματα, νέφτια, πινέλα. Βλέπω τον αντίχειρά τους να κουνιέται στον αέρα για να δώση την κίνηση της πινελιάς. Α! πόσοι καλλιτέχνες στον κόσμο επιμένουν να παράγουν μέτρια πράγματα! Αυτοί δεν παράγουν τίποτε. Αναπαράγουν. Είχαν τον ηρωϊσμό να γδυθούν την ατομικότητά τους σα ρούχο. Μπήκαν σε μια μεγάλη προσωπικότητα. Ζούνε την πινελιά ενός άλλου, ζούνε τη μεγαλοφυΐα. Μα τι άλλο είναι η λατρεία; Ξέρομε όλοι το ποίημα του Μπωντλαίρ για τα μουσεία. Όταν διαβάζω τη λυρική αυτή κραυγή:

 … Ο Ρούμπενς, ποτάμι λήθης, κήπος της νωχέλειας, προσκέφαλο της δροσερής σάρκας, όπου δε μπορούμε ν’ αγαπήσωμε, μα που η ζωή ολοένα πλημμυρίζει κι αναταράζεται, καθώς ο αέρας στον ουρανό κ’ η θάλασσα στη θάλασσα…Ο Ρέμπραντ, θλιβερό νοσοκομείο, γεμάτο κρυφομιλήματα…Ο Ντελακρουά, λίμνη αιμάτων, που φτερουγίζουν απάνω της άγγελοι δαίμονες, σκοτεινιασμένη από αειπράσινο ελατοδάσος…Αυτές οι κατάρες, οι βλαστήμιες, τα παράπονα, αυτές οι εκστάσεις, οι κραυγές, τα δάκρυα, οι δοξολογίες, είναι μια ηχώ ξαναειπωμένη από χίλιους λαβυρίνθους! Είναι για τις θνητές καρδιές όπιο θείο! Είναι ένας φάρος αναμμένος σε χίλια κάστρα! Είναι σάλπισμα κυνηγών χαμένων σε δάση τρίσβαθα… 

– όταν διαβάζω το παράφορο τούτο τραγούδι του φίλου της τέχνης και του τεχνοκρίτη, το τραγούδι των μουσείων, ποιον άλλον θα συλλογιστώ παρά εσάς, φτωχοί μου ήρωες της αντιγραφής, Ρωμαίοι του Πράντο, φρουροί της μεγαλοφυΐας, πιστοί των αριστουργημάτων! Θα ξανάρθετε ποτέ στην ίδια θέση;






[Με αφορμή τη συμπλήρωση δύο αιώνων από τη συμπλήρωση 200 χρόνων λειτουργίας του Μουσείου του Πράδο στη Μαδρίτη διαβάζουμε το κείμενο του Ζαχαρία Παπαντωνίου "Ο ύμνος της απροσωπίας" (πρώτη δημοσίευση στην εφημερίδα Ελεύθερο Βήμα (1939) και κατοπινή συμπερίληψη στον Τόμο Ταξίδια (Εκδόσεις Εστία)). Ο συγγραφέας, τρία χρόνια από μετά την επίσκεψή του στη Μαδρίτη το 1936,  γράφει για το μουσείο, τα ξενιτεμένα εξαιτίας του εμφυλίου έργα του και τους αντιγραφείς ζωγράφους - οι φωτογραφίες της ανάρτησης δείχνουν στιγμές από τη μεταφορά των έργων του Πράδο κατά τον Εμφύλιο]

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Μικρά Πεζά


Ξυλουργοί που μαθήτευσαν στην Αγγλία και ένα αγόρι απ' τη Ρουμανία που θα ζήσει σε άλλες χώρες.
Δύο σύντομα κείμενα/ διηγήματα, από τη δημοσίευση στο περιοδικό Μικρό Πεζό, το φθινόπωρο του 2014.



















Δούλευαν μαζί

Αποκτήσαμε τις γνώσεις του ξυλουργού στην αγγλική εξοχή. Έχουμε πια αντοχές στην υγρασία και στις μεγάλες αποστάσεις, και τώρα προσαρμόζουμε τη δουλειά μας στα νότια δέντρα. Το τελευταίο μας σχέδιο είναι οι κούνιες στα μικρά δάση δίπλα σε οικισμούς ∙ να τοποθετήσουμε είκοσι με τριάντα κούνιες. Η εργασία αυτή είναι αποκλειστικά νυχτερινή ∙ η ιδέα είναι, το βράδυ έξω από το σπίτι του κάποιος να μην έχει κούνια, και το πρωί να έχει. Η προετοιμασία πήρε καιρό ∙ έπρεπε να βρούμε τα κατάλληλα κλαδιά. Αλλά και οι σανίδες και τα μαδέρια ήθελαν δουλειά, να μη μείνουν ακίδες και τρυπηθεί κανείς ή ξηλωθεί κανένα ύφασμα.
Μέρες μετά την τοποθέτηση, περιοδεύαμε στα μικρά δάση, για να ελέγξουμε τη σταθερότητα και να δούμε αν ο κόσμος έκανε κούνια. Ευτυχώς, φαινόταν όλα να πηγαίνουν ρολόι ∙ παιδιά έδιναν φόρα το ένα στο άλλο, στο μεγάλο πεύκο ένας παππούς ήσυχα ταλαντεύονταν. Άλλη ανησυχία εκεί, μην πέσει ρετσίνι και του λερώσει το λινό παντελόνι · περιμέναμε να φύγει, έφυγε καθαρός. Τότε προχωρήσαμε πιο βαθιά μέσα στα πεύκα, να ξαπλώσουμε, και σχεδόν μας πήρε ο ύπνος. Όταν έπεσε το φως σηκωθήκαμε. Τα πιο φωτεινά αστέρια φαίνονταν μέσα από τις βελόνες – μύριζε χώμα και ρετσίνι. Κατευθυνθήκαμε πάλι προς την κούνια, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον, όλο και ψηλότερα μες στο σκοτάδι. Μακριά απ’ τις άσχημες μέρες, ψηλώναμε και χαιρόμασταν – άραγε ήξερε κανείς πόσο πολύ χαιρόμασταν;


Έντουαρτ

Αυτή είναι η πρώτη φορά που αποφασίζει να μην παίξει άλλο στο προαύλιο. Πιάνει μια θέση κάτω απ’ το υπόστεγο και παρατηρεί το διάλειμμα∙ ποδόσφαιρο με καπάκι από μπουκάλι. Οι δάσκαλοι δεν αφήνουν μπάλες – μόνο στη γυμναστική∙ πολλές φορές τους έχουν πάρει τα μπαλάκια που έφεραν απ’ το σπίτι∙ θα το έκανε και ο καινούργιος δάσκαλος; Τον έχουν φέρει για το παιδί με το πρόβλημα, όμως είναι κανονικός δάσκαλος. Τους έκανε μάθημα προχτές, που έλειπε η κυρία τους, και είπε δυο φορές ησυχία και τους έβαλε και για το σπίτι. Κανονικός∙ όμως καινούργιος, και τον πρόσεξε, του είπε να διαβάσει και του είπε και μπράβο για τις λίγες λέξεις που διάβασε με το ζόρι – προφορικά είναι καλύτερος, το έδειξε.
Κάθεται ακόμα στο υπόστεγο, κάθιδρος από τόσο τρέξιμο πριν. Έχει πάρει χρώμα από τον ήλιο –τέλος της άνοιξης– μα δε θα μαυρίσει πολύ γιατί είναι ξανθός, από τη Ρουμανία. Αυτές τις μέρες στο σπίτι λένε πως θα φύγουν απ’ την Ελλάδα με το που τελειώσουν τα σχολεία, η δική του οικογένεια και ο θείος του με τα ξαδέρφια του, όλοι για την Τσεχία. Σκέφτεται το όνομα της πόλης: Πράγα. Άραγε θα μείνουν εκεί μέχρι να γίνει 18 που θα κάνει ό, τι θέλει; Καλό θα ήταν να ξέρει, πού, με ποιούς, και άλλα. Σηκώνεται πριν χτυπήσει το κουδούνι και περνάει μέσα από τα αυτοσχέδια γήπεδα, κλωτσιέται με δυο παιδιά που τους έκοψε, πάει προς τον καινούργιο δάσκαλο: Κύριε, εσείς πόσο χρονών είστε;

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Αγάπη και άχτι για την Αθήνα (για τον Ζαχαρία Παπαντωνίου)


Την Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2016, στο κέντρο της Αθήνας, επανεμφανίστηκε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου! Με ποιο τρόπο; Η Ομάδα Άστυ και ο γράφων, οργανώσαμε έναν περίπατο με τίτλο «Αγάπη και άχτι για την Αθήνα»· έναν περίπατο βασισμένο σε κείμενα του συγγραφέα που αναφέρονταν και συνομιλούσαν με διάφορα σημεία της πόλης.

Ακολουθεί μία συνέντευξή μου σχετικά με τον περίπατο, τον Ζαχαρία και την Αθήνα του σήμερα και του χθες, μέρος της οποίας φιλοξενήθηκε στην έντυπη και ηλεκτρονική Lifo (τεύχος 497,  23-11-2016).











Πώς προέκυψε η ιδέα για έναν περίπατο βασισμένο στα κείμενα του Ζαχαρία Παπαντωνίου;

Ήταν μια ιδέα που πρωτοήρθε στο μυαλό μου στις αρχές του καλοκαιριού. Μελετώντας το έργο του Παπαντωνίου, αρχικά λόγω της αγάπης μου γι’ αυτόν και στη συνέχεια λόγω και του αφιερώματος στη Νέα Εστία, άρχισα να πέφτω πάνω σε κείμενα του συγγραφέα που αφορούσαν την πρωτεύουσα∙ άρθρα-παρεμβάσεις για τη μορφή της πόλης,
διηγήματα και ποιήματα όπου πρωταγωνιστούν οι απλοί κάτοικοι, ποικίλες αναφορές σε διάφορα κείμενα. Άρχισα να βλέπω τη σχέση του Παπαντωνίου με την πόλη, τις δημόσιες θέσεις του,  τη συγκίνησή του, την αγάπη του για τον τόπο στον οποίο έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ένιωσα ότι η ματιά του και η ευαισθησία του είναι πράγματα που λείπουν σήμερα∙ ίσως δεν μας είναι ξένα, αλλά δεν έχουν και το χώρο που τους αξίζει (η αλήθεια είναι βέβαια, πως η ευαισθησία και η λεπτή παρατήρηση δεν είχαν και τη μεγαλύτερη δημοφιλία σε δύσκολες εποχές…). Και ακριβώς γι’ αυτό πιστεύω ότι, αντί για μία σχετική εκδήλωση-συζήτηση σε ένα κλειστό χώρο, εν προκειμένω, άξιζε περισσότερο η συνάντηση στο δημόσιο χώρο: σε μια δράση όπου ο λόγος και η λογοτεχνία πρωταγωνιστούν, όπου οι λέξεις που αφορούν την πόλη ακούγονται από ζωντανές φωνές, ακριβώς στο σημείο στο οποίο αναφέρονται.


Ποια ήταν με λίγα λόγια η Αθήνα του Παπαντωνίου; 

Ξεκινώντας να απαντώ σε αυτή την ερώτηση νιώθω πως θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας το παρακάτω:

«…στην Τσαμαδού 21 ήταν που είχαν και το κοτσύφι· το ’χε βρει ο Χαρίλαος [ο μεγαλύτερος αδερφός του Ζαχαρία] σε μια εκδρομή με σπασμένο το φτερό από σφεντονιά. Το γιατρέψανε· μα όταν του ανοίξαν το κλουβί, αυτό ξαναγύρισε κοντά τους. Του είχαν μάθει να σφυρίζει ένα μοτίβο από το Ριγολέττο· του το ’χε μάθει ο Ζαχαρίας, που αγαπούσε με πάθος τη μουσική και τραγουδούσε, με μια ζεστή φωνή τενόρου, ολόκληρες άριες από όπερες και παλιά γαλλικά τραγούδια. […] Το σπίτι της οδού Τσαμαδού […] το προτιμήσανε γιατί βρισκότανε ψηλά στα Εξάρχεια, με δρόμους ανηφορικούς και κακοτράχαλους κείνη την εποχή, για να θυμίζει Καρπενήσι…»[1]

Το απόσπασμα αυτό προέρχεται από το κείμενο της Μαργαρίτας Δαλμάτη «Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και η μοίρα του» και μας δίνει μία αίσθηση τόσο για την ιδιοσυγκρασία του συγγραφέα όσο και για το αθηναϊκό τοπίο που πρωτοαντίκρυσε ο Ζαχαρίας στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν, έφηβος ακόμα, έφτασε με την οικογένειά του από τα ορεινά τοπία του Καρπενησιού στην Αθήνα∙ ο λόφος του Στρέφη ήταν πολύ πιο φανερά λόφος απ’ ό, τι σήμερα... Μέχρι το 1940 (χρονιά θανάτου του Παπαντωνίου) η Αθήνα βέβαια αλλάζει∙ χτίζονται όλο και ψηλότερα κτίρια, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ο πληθυσμός αυξάνεται ραγδαία. Όμως πολλές κομβικές αλλαγές που έχουν συμβάλλει στη διαμόρφωση του τοπίου όπως το βλέπουμε σήμερα δεν είχαν συμβεί∙ η Αθήνα τότε είναι ακόμα μια πόλη με ακάλυπτα ποτάμια και ρέματα, ενώ παλιά Αθήνα θεωρούνται μόνο οι περί την Ακρόπολη γειτονιές.
Ο Παπαντωνίου βλέπει μέσα στα χρόνια την πόλη να αλλάζει, κτίρια να υψώνονται και να κρύβουν τη θέα, να κρύβουν τους λόφους, τα «φυσικά αυτά κτίρια» όπως τους χαρακτηρίζει. Το οξύ βλέμμα του και η αισθητική του καλλιέργεια σταδιακά ορίζουν και τη στάση του απέναντι στην πόλη∙ καταγγέλει μέσα από τα άρθρα του το ίδιο το κράτος για την έλλειψη σχεδιασμού του αστικού χώρου και τις «βαρβαρότητες στη μορφή των Αθηνών», επιμένει στο πώς η «ευθιξία της μορφής» θα μπορούσε να μας εμποδίσει να καταστρέφουμε τα δάση της Αττικής, υπενθυμίζοντάς μας με αυτές του τις διατυπώσεις πως η αισθητική δεν είναι κάτι αποκομμένο από την πραγματικότητα, αλλά πως καθορίζει τη στάση μας απέναντι στα πράγματα.
















 

[φωτ: Κατερίνα Συνοδινού]

Οι στάσεις του περιπάτου...

Είχα την τιμή και την τύχη, η Ομάδα Άστυ να αγκαλιάσει την ιδέα για τον περίπατο αυτό. Με το Γιώργο Θάνο από την ομάδα, που είναι γνώστης της πόλης και μελετά τόσο τα της Αθήνας, όσο και τη σύνδεση της πόλης αυτής με τη λογοτεχνία, συζητήσαμε αρκετά για την Αθήνα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, για τις αναφορές του Παπαντωνίου και την αίσθηση του συγγραφέα για την πόλη. Το πολύ όμορφο που συνέβη με τη διαμόρφωση της διαδρομής του περιπάτου ήταν ότι μας οδήγησαν τα ίδια τα κείμενα. Τι θέλω να πω: συγκεντρώνοντας όλα τα κείμενα που θεωρούσαμε ότι πρέπει να ακουστούν είδαμε ότι μέσα από τις αναφορές των σημείων της πόλης είχαμε και τις στάσεις της βόλτας μας. Επίσης, τα κείμενα αντιπροσώπευαν όλες τις συγγραφικές πλευρές του Παπαντωνίου (είχε γράψει χρονογραφήματα, διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια), όπως επίσης και όλη την εξέλιξη του προσωπικού του ιδιώματος, από την πρώτη καθαρεύουσα μέχρι τη δημοτική.
Έτσι λοιπόν, με την Ομάδα Άστυ, καθώς και την Παυλίνα Μάρβιν και τον Παναγιώτη Ιωαννίδη, που μας συνόδεψαν στην ανάγνωση των κειμένων, κατευθυνθήκαμε αρχικά στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Εκεί, μας οδήγησε το διήγημα «Ο μετανάστης», στο οποίο ο μικρός Γιάννης το σκάει από τη γιαγιά του για να γνωρίσει την οδό Σταδίου!  Η Πλατεία Καρύτση ήταν ο δεύτερος σταθμός του περιπάτου μας, σημείο απ’ όπου συχνά πυκνά περνούσε ο Ζαχαρίας, δεδομένου ότι εκεί βρίσκονταν τα γραφεία πολλών από τις εφημερίδες με τις οποίες συνεργάστηκε. Εκεί διαβάσαμε ένα άρθρο του συγγραφέα από το 1898, μνημονεύοντας την τραγική φιγούρα του υπηρέτη της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Στην Παλιά Βουλή μιλήσαμε για τα δημόσια αξιώματα του συγγραφέα και τις δημόσιες τοποθετήσεις υπέρ ενός «Συμβουλίου Δημόσιας Καλαισθησίας» που θα προστατεύει τη μορφή της πόλης. Στην Πλατεία Συντάγματος, δίπλα στη Βουλή – τότε Ανάκτορα – είχαμε την ευκαιρία να στοχαστούμε σχετικά με το διάλογο (ή την απουσία αυτού…) ανάμεσα στην αρχιτεκτονική μιας πόλης με το φυσικό τοπίο. Ο Εθνικός Κήπος ήταν το ιδανικό μέρος για να ακουστούν τα ξεχωριστά κείμενα του συγγραφέα για τον Όθωνα και την Αμαλία, όπως επίσης και οι εντυπώσεις του νεαρού Ζαχαρία από μια βόλτα στον Κήπο και το Ζάππειο, μια νύχτα με χιόνι! Ένα κλασικό αθηναϊκό σημείο συνυφασμένο με περίπατο είναι βέβαια το Ζάππειο, όπου καταλήξαμε και εμείς με κείμενα του συγγραφέα για την απώλεια της θέας της πόλης, αλλά και με το συγκινητικό του ποίημα «Το τραγούδι της Αθήνας», από το οποίο εμπνευστήκαμε και τον τίτλο του περιπάτου. Γράφει ο ποιητής στην αρχή της τελευταίας στροφής: «Αθήνα! τον πόθο μου κράτα και τ’ άχτι μου!»

 













[φωτ: Παυλίνα Μάρβιν]


Και ο ίδιος ο Παπαντωνίου; Ποιες γειτονιές και σημεία της πόλης αγαπούσε;

Ο Παπαντωνίου αγαπούσε πολύ τις γειτονιές τις Πλάκας. Λέγεται μάλιστα ότι συμμετείχε σε παρέες που έκαναν καντάδες στη γειτονιά αυτή. Είχε μια σταθερή ανησυχία για το ιστορικό κέντρο της πόλης και σκεφτόταν πώς θα μπορούσε να προφυλαχθεί ο χαρακτήρας της ευρύτερης περιοχής γύρω από την Ακρόπολη. Ήταν περιπατητής του Κέντρου, και με ευχαρίστηση απολάμβανε αυτό που είχε να του δώσει το τοπίο.

Μπροστά σε μια δύση στα Προπύλαια, με τα φευγαλέα της χρώματα, μου λέγε κάποτε: «Αυτή δεν πιάνεται ούτε με πινέλο, ούτε με πέννα. Ψάχνω να βρω λόγια, φράσεις, αλλά δεν μπορώ. Μόνο επιγραμματικά μπορεί κανείς να την αποδώσει.»[2]

Με αυτή την αναφορά, ο Κώστας Ελευθερουδάκης μας δίνει τον τόνο του βλέμματος του Παπαντωνίου, και μας μεταφέρει μία εικόνα της Αθήνας, που ακόμα και σήμερα – και παρά την έντονη ανοικοδόμηση – μπορεί να απολαύσει κανείς. Σταθείτε όντως στην Πλατεία Κοραή κοιτώντας προς την Κλαυθμώνος ένα απόβραδο και θα συμφωνήσετε κι εσείς με τον Ζαχαρία.


Γνωρίζοντας μέσα από το συγγραφέα μια άλλη εποχή, υπάρχει κάτι που αναπολείτε, ή μάλλον είστε χαρούμενος με όσα άλλαξαν; 

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι στους οποίους δεν αρκεί το παρόν. Μάλλον ανήκω σ’ αυτή την κατηγορία. Κατά συνέπεια, υπάρχουν πολλά πράγματα που νοσταλγώ από τις εποχές που δεν έχω ζήσει. Τα κείμενα παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτό, καθώς –  ειδικά τα καλά κείμενα – φέρουν μία ακρίβεια που σου επιτρέπει να αντιλαμβάνεσαι τον τρόπο με τον οποίο αλλάζουν τα πράγματα, αλλά και πώς το στοιχειώδες του ανθρώπου και του τοπίου μπορεί να επιβιώνει παρά τις τεράστιες αλλαγές. Στα κείμενα του Παπαντωνίου υπάρχει αυτό το δώρο προς τον αναγνώστη.
Μιας και έχουμε μιλήσει για την Αθήνα, οπωσδήποτε νοσταλγώ το τοπίο, που κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η άναρχη και κακόγουστη δόμηση, μας το έκρυψε. Γι’ αυτό, αν θες να νιώθεις τον τόπο στον οποίο ζεις και να συντονίζεσαι με αυτόν, στην Αθήνα πρέπει συνεχώς να τον ανασυστήνεις. Να λες: πίσω από την πολυκατοικία είναι ο Λυκαβηττός, πίσω απ’ την άλλη πολυκατοικία η Ακρόπολη, και λίγο πιο έξω – και όχι τόσο μακριά – είναι ο Υμηττός, το πανέμορφο βουνό, το μενεξεδί στο ηλιοβασίλεμα. Όλα αυτά παλιότερα ήταν πιο φανερά. Ωστόσο, είμαι χαρούμενος με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί γενικά στον κόσμο, σε σχέση με το παρελθόν, και ακόμα και όταν νοσταλγώ με πάθος, δεν εξιδανικεύω.


Ποια είναι η δική σας σχέση με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου; Τι είναι αυτό που σας έκανε να ασχοληθείτε με το έργο του;

Πριν δύο χρόνια έλαβα ως δώρο τα Ταξίδια του Παπαντωνίου, συλλογή κειμένων του από ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων από την Ισπανία, την οποία λατρεύω. Αυτό ήταν! Από την απόλυτη άγνοια περί Παπαντωνίου – ήξερα μόνο, χωρίς να έχω διαβάσει, ότι έχει γράψει τα Ψηλά Βουνά –, πέρασα κατευθείαν στη λατρεία. Αισθάνθηκα ότι και εκείνος είχε νιώσει την Ισπανία όπως εγώ! Γι’ αυτό και σύντομα άρχισα να μιλάω στους φίλους μου όχι για τον «Παπαντωνίου», αλλά για το «Ζαχαρία». Η σχέση μαζί του έδεσε ακόμα πιο σφιχτά όταν, μιλώντας μια μέρα γι’ αυτόν στη γιαγιά μου Αφροδίτη Παπαγεωργίου, εκείνη θυμήθηκε το ποίημά του «Αγροτικό», το οποίο και άρχισε να μου απαγγέλει. Μέχρι και λίγους μήνες πριν πεθάνει η γιαγιά, απαγγέλαμε μαζί το εξαιρετικό αυτό ποίημα.
Επιστρέφοντας στα κείμενα του Παπαντωνίου, ξεκίνησα να παρατηρώ τις εξαιρετικές διατυπώσεις που περιέχουν, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, συναγωνίζονται σε αξία αποφθέγματα και στίχους ποιήματος. Άρχιζα λοιπόν να γνωρίζω ένα συγγραφέα ιδιαίτερης ευαισθησίας. Ο ενθουσιασμός με οδήγησε έπειτα στα διηγήματα, στα ποιήματά του και στα χιλιάδες αθησαύριστα κείμενά του, που είχαν δημοσιευτεί στον Τύπο εποχής, και που σήμερα υπάρχουν μόνο στα αρχεία των εφημερίδων.
Θεωρώ ότι ο Παπαντωνίου δεν έχει διαβαστεί και εκτιμηθεί επαρκώς. Όμως το βλέμμα του, το κριτικό του πνεύμα, η ευαισθησία του, βρίσκονται εκεί, μέσα στα κείμενά του, και περιμένουν να μας δώσουν και σήμερα τα δώρα τους. Μπορούμε να τον ανακαλύψουμε και πάλι.





[1] Δαλμάτη, Μ. (1970). «Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου και η μοίρα του», Νέα Εστία, τχ. 1022, σ. 145-154
(το δεύτερο μέρος του κειμένου αυτό δημοσιεύεται στο τεύχος 1023 του ίδιου περιοδικού)
http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=114520&code=1634

[2] Ελευθερουδάκης, Κ. (1940). «Από τους αθηναϊκούς περιπάτους με τον Ζαχαρία Παπαντωνίου», Νέα Εστία, τχ. 319, σ. 453-455
(το τεύχος αυτό του περιοδικού είχε βγει λίγους μήνες μετά το θάνατο του συγγραφέα και είναι αφιερωμένο σε αυτόν)
http://www.ekebi.gr/magazines/flipbook/showissue.asp?file=67221&code=3483







Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

Δύο ποιήματα για την Αγγλία - Αλεξάνδρα Πλαστήρα



από το βιβλίο Το φως που βλέπουμε τώρα (1986)


Μητέρες του Άθελφορντ

Στη σκάλα
όταν πέφτει
αυτό το φως
κλείνω τα μάτια
και την ξαναβλέπω

νωρίς
όταν σκοτείνιαζε
στο Άθελφορντ
κι ο άνεμος ξερίζωνε
τα ρείκια

χτυπούσαν
δυνατά
για να σκεπάσουν
την πιο γλυκιά φωνή
τα κουταλάκια

που έλεγε
τα ρείκια
τα καημένα
δεν άκουγαν καθόλου
τη μαμά τους












Dark red

Τ’ αγκάθια
είναι ο λόγος
που θα γίνουμε
φίλες

με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
θα έχουμε
τα ακριβότερα
κοσμήματα

όσο κι αν είναι
όμορφος ο Τάμεσης
δεν θα σε σπρώξω
και δεν θα με σπρώξεις

με λίγο αίμα
από την καθεμιά μας
την ίδια φύση
θα χαιρόμαστε

και πληγωμένες
απ’ τον ίδιο εραστή
θα μοιραζόμαστε
τ’ αγκάθια του

γελώντας


Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Ο Τσιγγάνος - Τάτσης Αποστολίδης


Ένα διήγημα από το αριστουργηματικό βιβλίο "Δεκαπέντε ιστορίες και μια βόλτα με ποδήλατο" του βιολιστή Τάτση Αποστολίδη (10 Φεβρουαρίου 1928 - 31 Αυγούστου 2009)















Κάθεται ο πατέρας. Με κρατάει σφιχτά ανάμεσα στα γόνατά του και με βάφει. Έχει στο τραπέζι την καρτ ποστάλ και αντιγράφει: κλείνουν το πρόσωπο οι μαύρες στενές φαβορίτες ∙ τα φρύδια, βαριά κορνίζα στα μάτια ∙ μαύρο και το λεπτό μουστάκι, κόκκινο στα μάγουλα, αραιωμένο μια ιδέα με πούδρα, λίγο κραγιόν στα χείλη – νιώθω τη γλυκόστυφη γεύση του στον ουρανίσκο. Τώρα μυρίζω όπως η τσάντα της μαμάς.

Η ανυπόφορη αποκριά. Μεταξωτές φούστες, το τούλι αγκυλώνει – πώς γλιστράει η ροζ μπρετέλα πλάι στην έκθαμβη κατωφέρεια του λαιμού σου μέχρι το βαθύ αυλάκι για το πουθενά. Φωνές των κοριτσιών βραχνές, υγρές οι μικρές λέξεις: μη, όχι, έλα. Στο χορό ξαναμμένα μάγουλα, ανόητες μάσκες, ανυπόμονα χέρια, νοτισμένες κρυφές μασχάλες. Ζέστη. Η σκόνη στροβιλίζεται στο φως των λαμπτήρων, οι σερπαντίνες σαρώνουν το πάτωμα, τα κομφετί κολλάνε στα βλέφαρα ∙ χείλη στεγνά, η δίψα.
Γύρω γύρω στις ψηλές καρέκλες, κολλητά στον τοίχο, γηραιές κυρίες αστείες, λυπημένες, οι κύριοι σκουπίζουν συνέχεια το μέτωπό τους. Τα παιδιά χορεύουν τα άσκοπα βαλς αμήχανα, με τα δικά τους μεγάλα βήματα. Χωρίς να αγγίζονται, κοιτάζουν επίμονα ψηλά στο ταβάνι. Εγώ δεν χορεύω. Περιφέρω τη στολή μου, διασχίζω τις αίθουσες ξανά και ξανά – ποτέ δεν χορεύω, μισώ το χορό.

Την άλλη μέρα, στο φωτογραφείο, προβολέας τυφλώνει. Γύρω καθρέφτες – δίδυμα είδωλα. Ο κύριος Πανταζής ωρύεται: «Μην πατάς τη ζώνη» ∙ μεταξωτή, κάτασπρη και λύθηκε. Πάλι την κρατάει από την άκρη ο πατέρας κι εγώ περιστρέφομαι να τυλιχτεί, σπάγκος σε σβούρα, στη μέση μου. Ζαλίζομαι, πλησιάζω τη μυρωδιά του τσιγάρου του. Απ’ όλες τις μεριές οι καθρέφτες με δείχνουν: μαύρο τσόχινο καπέλο και μπορ λοξό, μπλούζα ρουμάνικη με κοφτό γιακά, στο αυτί κρίκος βαρύς, το γιλέκο ψηλοθώρακο με ντυπά, κεντημένα κουμπιά ∙ στο λαιμό γραβάτα από πολύχρωμες στριφτές κλωστές. Το παντελόνι με το φαρδύ σιρίτι στενεύει απότομα στις μπότες. Στο πάτωμα, η θήκη του βιολιού ∙ στηρίζω επάνω της το αριστερό μου πόδι κι ακουμπάω το βιολί με δύναμη στο λυγισμένο γόνατο. Το δοξάρι, κάθετο, κόβει τη ζώνη. Τα ακατάστατα κρόσσια της χαϊδεύουν ψηλά το μηρό. «Άσ’ τη όπως είναι», λέει πάλι ο κύριος Πανταζής, «ο θάνατος μονάχα είναι τέλειος.» Βλέπει από το φακό τον Τσιγγάνο – εγώ τη σκιά του στον άσπρο τοίχο.

Τη νύχτα έρχεται στον ύπνο μου: παίζει κάπως το βιολί, βυθίζει το τόξο στη χορδή να τη σκίσει, να μπει μέσα, να βγάλει το τραγούδι της. Πίσω η μπάντα – τα ωραία φάλτσα ψευτιές ∙ και στάζουν αίμα οι χρυσές καμπάνες των κόρνων. Φτάνουν στο τροχόσπιτο, στις ερημιές του Κάστρου, εκεί που ο δρόμος σβήνει μυστικά στην όχθη της λίμνης. Τ’ αστέρια καίνε, δίπλα τα κλουβιά ∙ φωτιές του τσίρκου. Παράξενη ησυχία, θηρία νυσταγμένα, να σβήσουν πια αυτές οι πυρκαγιές στα μάτια τους. Η μικρή μας αδερφή χορεύει, σπάει η μέση, τα χέρια στεφάνι ∙ ο πόθος τρέμει στα μικρά της στήθη. Ο Τσιγγάνος κατεβάζει το βιολί γνέφει στα όργανα να σταματήσουν. Η σιωπή σφυρίζει – φίδι στ’ αυτιά μου.
Ξυπνάω από την υγρή βουή, το γλυκό σφυγμό χαμηλά, ανάμεσα. Μου χαμογελάει ο μικρός Τσιγγάνος στη φωτογραφία απέναντι – τόσο όμορφος. Παίρνω το βλέμμα μου γρήγορα.



Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Η κυκλαμιά του Αναπλιού - Ζαχαρίας Παπαντωνίου


Μια έντονη φιλοευρωπαϊκή διάθεση, με προτρέπει σήμερα να αναρτήσω ένα διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου για "τις ψυχές που βλέπουν όξω, πέρα"...
Από τις Εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Τα κείμενα κοσμούν οι ζωγραφιές του Σπύρου Βασιλείου.






Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Έγκλημα - Κωνσταντίνος Καβάφης



Από τα Ατελή  [αν και τέλειο ποίημα, λέω]


ΕΓΚΛΗΜΑ

Τα χρήματα μας μοίρασεν ο Σταύρος.
Το πιο καλό παιδί της συντροφιάς μας,
έξυπνος, δυνατός, κι αφάνταστα έμορφος.
Ο ικανότερος ∙ μ’ όλο που εκτός εμού
(που ήμουν είκοσι χρονώ) ήταν ο πιο μικρός.
Θαρρώ δεν ήτανε σωστά είκοσι τριώ.

Τριακόσιες λίρες ήταν η κλεψιά που έκαμε.
Εκείνος φύλαξεν, ως δίκαιον, τα μισά.

Μα τώρα, ένδεκα την νύκτα, βουλευόμεθαν
πώς να τον φυγαδέψουμ’ αύριο το πρωί,
πριν μάθ’ η αστυνομία το έγκλημα.
Δεν ήτανε μικρό ∙ διάρρηξις μ’ επιβαρυντικά.

Σ’ ένα κατώγι μέσα ήμεθαν.
Ένα υπόγειον ασφαλέστατο.
Αφού τα μέτρα αποφασίστηκαν για το φευγιό του,
οι άλλοι τρεις μας άφισαν εμένα και τον Σταύρο
με συμφωνία στες πέντε να επιστρέψουν.

Ένα σχισμένο στρώμα ήταν καταγής.
Κατάκοποι πέσαμε οι δυό. Και με την ταραχή
την ψυχική, και την εξάντλησι,
και με την αγωνία για την δραπέτευσι
την αυριανή του – μόλις έννοιωσα ∙ δεν έννοιωσα καλά
που ήταν η τελευταία, ίσως, φορά που πλάγιαζα μαζί του.

Μες στα χαρτιά ενός ποιητή βρέθηκε αυτό.
Έχει και μία χρονολογία, μα δυσανάγνωστη.
Το ένα μόλις φαίνεται ∙ μετά εννιά μετά
ένα ∙ ο αριθμός ο τέταρτος μοιάζει εννιά.























[από τα καβαφικά του David Hockney]

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Σταύρος Φυιλλάκης - Απάνθισμα

"Του κήπου του άνθη"

Απάνθισμα ποιήμάτων και στίχων του Σταύρου Φυιλλάκη, τον οποίο ευχαριστώ θερμά που μου επέτρεψε να τους φιλοξενήσω στο ιστολόγιό μου



Κάλβου Πλάτος

Ω μητέρες ζηλευτές
που θησαυρού έκρυψαν
σμαράγδια εντός σας ∙ και
τα φοράτε στα γλυκά
γλυκά σας ώτα

Έμαθα πια της σύγκρισης
ποιος θα ’ναι ελαφρύτερος
το έμαθα το γένος
που θα έχει ο θρόνος
εις τους αιώνες

Έμαθα και των μουσών
την ομοφυλοφιλία.
Στην σκέψη σας βιώνω
το άνισο της φύσης
εκ χείρας πρώτης

Το ξέρω ∙ τέρψη όμοια
δεν θα αισθανθείς ψυχή μου.
Για σας σήμερα πάλι,
το χέρι μου εμμένει
θλιβερά γράφει

*

Κάλβου Ύψος [απόσπασμα]

Και τα αγκάθια χρυσώνουν
και τα μάτια θολώνουν
στου καυτού πατέρα
Ήλιου σαν πλησιάσουμε
θέρμη αγκάλη


*


Ανεμόδαρτες
Νύχτες που ζηλεύω
Τους ποδηλάτες


*


Στο γενναίο αρσενικό
ακολουθεί πιστά το θηλυκό

– Ιkeda


Ευτυχώς που δεν είμαι γενναίος
μια ορδή από άντρες
μουσικούς δεν ηγούμαι


σε μια θάλασσα χλόης
απ’ ανέμους δαρμένους
να μιλώ για να άρω τα αίματα

Ευτυχώς που δεν έχω να ορίσω
στην κοιλάδα του χρόνου
την κυρτάδα των βράχων

για να πέφτει στου Πάντα
τη μεσόκοπη πλάτη
το φορτίο του χρόνου στο χρόνου του

Καθοδήγησης βάρος μεγάλο
Χωροβάτης του πλήθους
Στο λιτό ρουχισμό μου

Και χαμένος στους ήχους
Να τους δείχνω να φτιάχνουν
με χαρά το υγρό μου ικρίωμα

Ευτυχώς δε βασίζεται πάνω
Στη δική μου ανδρεία
η συνέχεια του είδους

και μπορώ να γυρεύω
στα βαγόνια του κόσμου
έρωτα
 

*


[απόσπασμα]

Έτσι,
Ένα ύψιλον βρήκα και φέρνω
Να φυτέψω μεσοίς της καρδιάς
Και το τέλος μιας σχέσης με βρίσκει
Στην καρδιά μου με μια καρυδιά


























εικόνα: Under the summer sun - Turine Tran]

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Μετά το θέατρο - Αντών Τσέχωφ



Η εφηβεία, η αφύπνιση. Και η χαρά που βλέπει τον εαυτό της.

[ένα διήγημα διαμαντάκι, από την έκδοση Εκλεκτά Έργα, σε μετάφραση Λ. Καστανάκη, Βιβλιοεκδοτική, 1960]


Η Νάντια Ζελένινα γύρισε με τη μητέρα της από το θέατρο, όπου έπαιζαν τον «Ευγένιο Ονέγκιν». Μόλις μπήκε στο δωμάτιο έβγαλε βιαστικά το φουστάνι της, έλυσε την πλεξίδα της και έτσι όπως ήταν με το μεσοφόρι και με την άσπρη μπλουζίτσα, κάθισε γρήγορα – γρήγορα μπρος στο τραπέζι για να γράψει ένα γράμμα σαν της Τατιάνας.
«Σας αγαπώ – έγραψε – αλλά εσείς δε μ’ αγαπάτε, δε μ’ αγαπάτε!»
Το έγραψε και γέλασε.

Ήταν μόλις δεκάξη χρονώ, αλλά δεν είχε αγαπήσει ακόμη κανένα. Ήξερε πως την αγαπούν ο αξιωματικό Γκόρνι και ο φοιτητής Γκρούζντεφ, αλλά τώρα ύστερα από την όπερα κάπως αμφέβαλε για τον έρωτά τους. Πόσο είναι ενδιαφέρον να μη σε αγαπούν και νάσαι δυστυχισμένη! Όταν ο ένας αγαπά περισσότερο, και ο άλλος είναι αδιάφορος, είναι ωραίο, συγκινητικό και ποιητικό. Ο Ονέγκιν έχει ενδιαφέρον γιατί δεν αγαπά καθόλου, ενώ η Τατιάνα είναι γοητευτική, γιατί αγαπά πολύ δυνατά. Αν αγαπιόντουσαν εξ’ ίσου, αμοιβαία, και ήταν ευτυχισμένοι, θα ήταν ίσως και ανιαροί.

«Πάψτε λοιπόν να με διαβεβαιώνετε πως με αγαπάτε – εξακολούθησε να γράφει η Νάντια, έχοντας υπ’ όψη της τον αξιωματικό Γκόρνι. – Δεν μπορώ να σας πιστέψω. Είστε πολύ έξυπνος, μορφωμένος, σοβαρός, έχετε μεγάλο ταλέντο και ίσως να σας περιμένει λαμπρό μέλλον, ενώ εγώ δεν είμαι ενδιαφέρουσα, ένα κορίτσι ασήμαντο, και το ξέρετε πολύ καλά, πως στην ζωή σας θα σας είμαι μόνο εμπόδιο. Είναι αλήθεια πως ενθουσιαστήκατε και νομίσατε πως βρήκατε το ιδεώδες σας, αλλά ήτανε λάθος και τώρα αναρωτιέστε απελπισμένος: «Γιατί να συναντήσω αυτό το κορίτσι;» Και μόνο η καλωσύνη σας εμποδίζει να το αναγνωρίσετε!...»
Η Νάντια άρχισε να λυπάται, έκλαψε και εξακολούθησε:
«Μου είναι δύσκολο να εγκαταλείψω τη μητέρα και τον αδελφό, διαφορετικά θα ασπαζόμουν το καλογηρικό σχήμα και θα έφευγα και όπου με βγάλει η άκρη. Εσείς θα αποκτούσατε την ελευθερία σας και θα αγαπούσατε άλλην. Αχ, να μπορούσα να πεθάνω!»

Ήταν δύσκολο να ξεδιαλύσει τι έγραφε μέσα από τα δάκρυα. Πάνω στο τραπέζι, στο πάτωμα και στο ταβάνι σιγοτρέμουν μικρά ουράνια τόξα, σα να κύτταζε η Νάντια μέσα από κάποια κρύσταλλο. Ήταν αδύνατο να γράψει, ακούμπησε τη ράχη της πίσω στην καρέκλα και άρχισε να σκέφτεται τον Γκόρνι.

Θεέ μου, τι ενδιαφέροντες, τι γοητευτικοί που είναι οι άντρες! Η Νάντια θυμήθηκε πόσο ωραία, ικετευτική, ένοχη και τρυφερή γίνεται η έκφραση του αξιωματικού, όταν συζητάει μαζύ του για μουσική, και πόσο προσπαθεί να εξουσιάσει τον εαυτό του ώστε η φωνή του νάναι συγκρατημένη. Στην κοινωνία όπου η ψυχρή υπεροψία και αδιαφορία λογαριάζονται σαν γνωρίσματα καλής ανατροφής και ευγενικών τρόπων, πρέπει να κρύβεις το πάθος σου. Και το κρύβει, αλλά δεν τα καταφέρνει, και όλοι ξέρουν πολύ καλά πως αγαπάει τη μουσική με πάθος. Οι ατελεύτητες συζητήσεις περί μουσικής, οι τολμηρές κρίσεις των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν, τον κρατάνε σε διαρκή ένταση, είναι τρομαγμένος, άτολμος, σιωπηλός. Παίζει περίφημο πιάνο, σαν πραγματικός πιανίστας, και αν δεν ήταν αξιωματικός, ασφαλώς θα ήταν διάσημος μουσικός.

Τα δάκρυα στέγνωσαν στα μάτια της. Η Νάντια θυμήθηκε πως ο Γκόρνι της είχε εξομολογηθεί τον έρωτά του στη Συμφωνική λέσχη, και ύστερα κάτω κοντά στην γκαρδαρόμπα, όταν απ’ όλες τις μεριές φυσούσανε τα ρεύματα.

«Χαίρω πολύ, που γνωριστήκατε επί τέλους με το φοιτητή Γκρούζντεφ – εξακολούθησε να γράφει. – Είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος, και ασφαλώς θα τον αγαπήσετε πολύ. Χτες το βράδυ ήτανε σπίτι μας και κάθισε ως τις δύο. Όλοι μας είμασταν ενθουσιασμένοι, και λυπόμουν που δεν είχατε έρθει κι σείς. Είπε πολλά ωραία πράγματα».

Η Νάντια ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι κι έγυρε το κεφάλι και τα μαλλιά της σκέπασαν το γράμμα. Θυμήθηκε ότι ο φοιτητής Γκρούζντεφ κι αυτός την αγαπά και πως κι αυτός έχει το δικαίωμα να πάρει ένα γράμμα όπως ο Γκόρνι. Αλήθεια, δε θάταν καλύτερα να γράψει στον Γκρούζντεφ; Χωρίς καμμιά αιτία, μια χαρά αναγάλιασε μέσα της. Στην αρχή είτανε μια μικρή χαρά που κυλούσε μέσα της σαν ένα μικρό λαστιχένιο τόπι, ύστερα μεγάλωσε και την πλημμύρισε σαν κύμα. Η Νάντια ξέχασε και τους δύο, και οι σκέψεις της μπέρδεψαν και η χαρά της όλο και περίσσευε, θέριευε, από το στήθος γλύστρησε στα χέρια και στα πόδια, λες κι ένα ανάλαφρο δροσερό αεράκι φύσηξε στο κεφάλι και σάλεψε τα μαλλιά. Σα ρίγος κάποιο σιγανό γέλιο πέρασε στους ώμους της, πέρασε και στο τραπέζι και στο γυαλί της λάμπας, και από τα μάτια τα δάκρυα βρέξανε λίγο το γράμμα. Δεν μπορούσε να σταματήσει αυτό το γέλιο, και για να δείξει στον εαυτό της ότι γελά όχι χωρίς αιτία, βιάστηκε να θυμηθεί κάτι αστείο.
  Τι αστείο σκυλάκι! – είπε, ενώ κόντευε να πνιγεί από το γέλιο. – Τι αστείο σκυλάκι!

Θυμήθηκε πως ο Γκρούζντεφ έπαιζε χτες μετά το τσάι με το σκυλάκι, το Μαξίμ, και ύστερα τους διηγήθηκε για κάποιο εξαιρετικά έξυπνο σκυλάκι, που κυνήγησε ένα κόρακα έξω από το σπίτι και ο κόρακας γύρισε, τον κύτταξε και του είπε:
– Αχ, κατεργάρη!
Το σκυλάκι μην ξέροντας ότι έχει πάρε – δώσε με ένα σοφό κόρακα, τάχασε και υποχώρησε παραζαλισμένο, ύστερα άρχισε να γαυγίζει.

– Όχι, καλύτερα να ερωτευτώ τον Γκρούζντεφ – είπε αποφασιστικά η Νάντια κι έσχισε το γράμμα.

Άρχισε να σκέφτεται το φοιτητή, τον έρωτά του, το δικό της τον έρωτα, αλλά τελικά οι σκέψεις μπέρδευαν και περνούσαν από το νου της όλες οι σκέψεις: για τη μητέρα της, για το δρόμο, για το μολυβδοκόνδυλο, για το πιάνο… Τα σκεφτότανε χαρούμενη κι εύρισκε πως όλα ήτανε καλά και ωραία, και η χαρά της έλεγε μέσα της πως αυτό δεν ήταν όλο και πως σε λίγο θάναι ακόμη καλύτερα. Γρήγορα έρχεται η άνοιξη, το καλοκαίρι, θα πάνε με τη μητέρα στο Γκορμπίκν, θα έρθει με άδεια ο Γκόρνι, θα γυρίζει μαζύ της στον κήπο και θα τη φλερτάρει. Θαρθεί και ο Γκρούζντεφ. Θα παίξει μαζύ της κρίκετ ή κανένα άλλο παιχνίδι, θα της διηγείται αστεία ή παράξενα πράγματα. Αχ πως αποθύμησε τον κήπο, τα σκοτάδια, τον καθαρό ουρανό, τα άστρα! Και πάλι κάποιο ρίγος πέρασε από τα γέλια στους ώμους της και της φάνηκε πως μέσα στο δωμάτιο μύρισε αψέντι και πως κάποιο κλαδί χτύπησε στο παράθυρο.

Τράβηξε στο κρεβάτι της, κάθησε και μην ξέροντας τι να κάνει από τη μεγάλη της χαρά, που την είχε γλυκά κουράσει, κύτταζε το εικόνισμα που ήτανε κρεμασμένο πάνω από το κρεβάτι της κι έλεγε:
– Θεέ μου! Θεέ μου! Θεέ μου!




Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Το παραμύθι της Αλάμπρας


Ταξιδιωτική πεζογραφία ή προσευχή;

Από τα Ταξίδια του Ζαχαρία Παπαντωνίου (Εκδ. Εστία), και το κείμενο "Το παραμύθι της Αλάμπρας"



"...Πήγα στην Αλάμπρα Οκτώβριο μήνα, με ήλιο λαμπρό. Απ’ το τραίνο είδα ένα πελώριο όγκο από χιόνι να υψώνεται μεταξύ της Γρενάδας και του ουρανού, κι αυτό το μεγάλο κρύσταλλο να ροδίζη στην ώρα του δειλινού ως που έγινε ρουμπίνι. Ήταν η Σιέρρα Νεβάδα, το βουνό το χιονισμένο χειμώνα – καλοκαίρι, φάρος της ημέρας στα πλοία της Μεσογείου, αστείρευτο υδραγωγείο της Γρενάδας και των κάμπων της. Η Γρενάδα ανεβαίνει στα πόδια της Σιέρρας Νεβάδα. Όταν ανέβηκα στον τρίτο πράσινο λόφο της, στην Αλάμπρα, το χιόνι της Σιέρρας Νεβάδα ακτινοβολούσε ζέστη. Είχε χιονίσει χτες. Το παλιό χιόνι σκεπάστηκε από το νέο. Μαύρο σημάδι δεν έβλεπες στο γιγάντιο σκελετό της Σιέρρας. Κι όμως μπήκαμε σε χλιαρό λουτρό. Το φλογισμένο ρουμπίνι έστελνε γλυκειά χαυνωτική χλιαρότητα. Φύλλο δε σάλευε στις βαθύτατες δεντροστοιχίες. Ο αέρας είχε βουβαθή και μόνο τα νερά βροντούσαν. Όλη τη νύχτα, όλη την άλλην ημέρα το ίδιο. Να σκεφθής ήταν αδύνατο. Να ονειρευτής ούτε. Μόνο ν’ ακούς τις βρύσες που τρέχουν. Εδώ καταλάβαμε την Ιστορία. Ένας διψασμένος λαός της ερήμου, Άραβες μαζί με Αφρικανούς, ήρθαν και κατάκτησαν, όχι τόσο την ισπανική Γρενάδα, όσο ένα βουνό χιονισμένο, που τους έστελνεν αστείρευτο νερό για να φυτεύουν την πεδιάδα και να προσεύχωνται. Ο λαός αυτός ο υδρευτής έστησεν ένα πυκνότατο δίχτυ πήλινων σωλήνων κ’ έπιασε το χιόνι της Σιέρρας, άνοιξε καταρράχτες και βρύσες, έφερε νερό για εξαγνισμούς, νερό για καλλιέργεια κ’ έπειτα όλο το νερό που πιάνει την κλίμακα του περιττού, νερό για μουρμουρητά, για σπατάλη, για μουσική στις αυλές, για καθρεφτίσματα, για ανυπαρξία..."


 

[εικόνα από το "Πάτιο των λεόντων"]