Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Η κυκλαμιά του Αναπλιού - Ζαχαρίας Παπαντωνίου


Μια έντονη φιλοευρωπαϊκή διάθεση, με προτρέπει σήμερα να αναρτήσω ένα διήγημα του Ζαχαρία Παπαντωνίου για "τις ψυχές που βλέπουν όξω, πέρα"...
Από τις Εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας.
Τα κείμενα κοσμούν οι ζωγραφιές του Σπύρου Βασιλείου.






Τρίτη 9 Ιουνίου 2015

Έγκλημα - Κωνσταντίνος Καβάφης



Από τα Ατελή  [αν και τέλειο ποίημα, λέω]


ΕΓΚΛΗΜΑ

Τα χρήματα μας μοίρασεν ο Σταύρος.
Το πιο καλό παιδί της συντροφιάς μας,
έξυπνος, δυνατός, κι αφάνταστα έμορφος.
Ο ικανότερος ∙ μ’ όλο που εκτός εμού
(που ήμουν είκοσι χρονώ) ήταν ο πιο μικρός.
Θαρρώ δεν ήτανε σωστά είκοσι τριώ.

Τριακόσιες λίρες ήταν η κλεψιά που έκαμε.
Εκείνος φύλαξεν, ως δίκαιον, τα μισά.

Μα τώρα, ένδεκα την νύκτα, βουλευόμεθαν
πώς να τον φυγαδέψουμ’ αύριο το πρωί,
πριν μάθ’ η αστυνομία το έγκλημα.
Δεν ήτανε μικρό ∙ διάρρηξις μ’ επιβαρυντικά.

Σ’ ένα κατώγι μέσα ήμεθαν.
Ένα υπόγειον ασφαλέστατο.
Αφού τα μέτρα αποφασίστηκαν για το φευγιό του,
οι άλλοι τρεις μας άφισαν εμένα και τον Σταύρο
με συμφωνία στες πέντε να επιστρέψουν.

Ένα σχισμένο στρώμα ήταν καταγής.
Κατάκοποι πέσαμε οι δυό. Και με την ταραχή
την ψυχική, και την εξάντλησι,
και με την αγωνία για την δραπέτευσι
την αυριανή του – μόλις έννοιωσα ∙ δεν έννοιωσα καλά
που ήταν η τελευταία, ίσως, φορά που πλάγιαζα μαζί του.

Μες στα χαρτιά ενός ποιητή βρέθηκε αυτό.
Έχει και μία χρονολογία, μα δυσανάγνωστη.
Το ένα μόλις φαίνεται ∙ μετά εννιά μετά
ένα ∙ ο αριθμός ο τέταρτος μοιάζει εννιά.























[από τα καβαφικά του David Hockney]

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

Σταύρος Φυιλλάκης - Απάνθισμα

"Του κήπου του άνθη"

Απάνθισμα ποιήμάτων και στίχων του Σταύρου Φυιλλάκη, τον οποίο ευχαριστώ θερμά που μου επέτρεψε να τους φιλοξενήσω στο ιστολόγιό μου



Κάλβου Πλάτος

Ω μητέρες ζηλευτές
που θησαυρού έκρυψαν
σμαράγδια εντός σας ∙ και
τα φοράτε στα γλυκά
γλυκά σας ώτα

Έμαθα πια της σύγκρισης
ποιος θα ’ναι ελαφρύτερος
το έμαθα το γένος
που θα έχει ο θρόνος
εις τους αιώνες

Έμαθα και των μουσών
την ομοφυλοφιλία.
Στην σκέψη σας βιώνω
το άνισο της φύσης
εκ χείρας πρώτης

Το ξέρω ∙ τέρψη όμοια
δεν θα αισθανθείς ψυχή μου.
Για σας σήμερα πάλι,
το χέρι μου εμμένει
θλιβερά γράφει

*

Κάλβου Ύψος [απόσπασμα]

Και τα αγκάθια χρυσώνουν
και τα μάτια θολώνουν
στου καυτού πατέρα
Ήλιου σαν πλησιάσουμε
θέρμη αγκάλη


*


Ανεμόδαρτες
Νύχτες που ζηλεύω
Τους ποδηλάτες


*


Στο γενναίο αρσενικό
ακολουθεί πιστά το θηλυκό

– Ιkeda


Ευτυχώς που δεν είμαι γενναίος
μια ορδή από άντρες
μουσικούς δεν ηγούμαι


σε μια θάλασσα χλόης
απ’ ανέμους δαρμένους
να μιλώ για να άρω τα αίματα

Ευτυχώς που δεν έχω να ορίσω
στην κοιλάδα του χρόνου
την κυρτάδα των βράχων

για να πέφτει στου Πάντα
τη μεσόκοπη πλάτη
το φορτίο του χρόνου στο χρόνου του

Καθοδήγησης βάρος μεγάλο
Χωροβάτης του πλήθους
Στο λιτό ρουχισμό μου

Και χαμένος στους ήχους
Να τους δείχνω να φτιάχνουν
με χαρά το υγρό μου ικρίωμα

Ευτυχώς δε βασίζεται πάνω
Στη δική μου ανδρεία
η συνέχεια του είδους

και μπορώ να γυρεύω
στα βαγόνια του κόσμου
έρωτα
 

*


[απόσπασμα]

Έτσι,
Ένα ύψιλον βρήκα και φέρνω
Να φυτέψω μεσοίς της καρδιάς
Και το τέλος μιας σχέσης με βρίσκει
Στην καρδιά μου με μια καρυδιά


























εικόνα: Under the summer sun - Turine Tran]

Κυριακή 22 Μαρτίου 2015

Μετά το θέατρο - Αντών Τσέχωφ



Η εφηβεία, η αφύπνιση. Και η χαρά που βλέπει τον εαυτό της.

[ένα διήγημα διαμαντάκι, από την έκδοση Εκλεκτά Έργα, σε μετάφραση Λ. Καστανάκη, Βιβλιοεκδοτική, 1960]


Η Νάντια Ζελένινα γύρισε με τη μητέρα της από το θέατρο, όπου έπαιζαν τον «Ευγένιο Ονέγκιν». Μόλις μπήκε στο δωμάτιο έβγαλε βιαστικά το φουστάνι της, έλυσε την πλεξίδα της και έτσι όπως ήταν με το μεσοφόρι και με την άσπρη μπλουζίτσα, κάθισε γρήγορα – γρήγορα μπρος στο τραπέζι για να γράψει ένα γράμμα σαν της Τατιάνας.
«Σας αγαπώ – έγραψε – αλλά εσείς δε μ’ αγαπάτε, δε μ’ αγαπάτε!»
Το έγραψε και γέλασε.

Ήταν μόλις δεκάξη χρονώ, αλλά δεν είχε αγαπήσει ακόμη κανένα. Ήξερε πως την αγαπούν ο αξιωματικό Γκόρνι και ο φοιτητής Γκρούζντεφ, αλλά τώρα ύστερα από την όπερα κάπως αμφέβαλε για τον έρωτά τους. Πόσο είναι ενδιαφέρον να μη σε αγαπούν και νάσαι δυστυχισμένη! Όταν ο ένας αγαπά περισσότερο, και ο άλλος είναι αδιάφορος, είναι ωραίο, συγκινητικό και ποιητικό. Ο Ονέγκιν έχει ενδιαφέρον γιατί δεν αγαπά καθόλου, ενώ η Τατιάνα είναι γοητευτική, γιατί αγαπά πολύ δυνατά. Αν αγαπιόντουσαν εξ’ ίσου, αμοιβαία, και ήταν ευτυχισμένοι, θα ήταν ίσως και ανιαροί.

«Πάψτε λοιπόν να με διαβεβαιώνετε πως με αγαπάτε – εξακολούθησε να γράφει η Νάντια, έχοντας υπ’ όψη της τον αξιωματικό Γκόρνι. – Δεν μπορώ να σας πιστέψω. Είστε πολύ έξυπνος, μορφωμένος, σοβαρός, έχετε μεγάλο ταλέντο και ίσως να σας περιμένει λαμπρό μέλλον, ενώ εγώ δεν είμαι ενδιαφέρουσα, ένα κορίτσι ασήμαντο, και το ξέρετε πολύ καλά, πως στην ζωή σας θα σας είμαι μόνο εμπόδιο. Είναι αλήθεια πως ενθουσιαστήκατε και νομίσατε πως βρήκατε το ιδεώδες σας, αλλά ήτανε λάθος και τώρα αναρωτιέστε απελπισμένος: «Γιατί να συναντήσω αυτό το κορίτσι;» Και μόνο η καλωσύνη σας εμποδίζει να το αναγνωρίσετε!...»
Η Νάντια άρχισε να λυπάται, έκλαψε και εξακολούθησε:
«Μου είναι δύσκολο να εγκαταλείψω τη μητέρα και τον αδελφό, διαφορετικά θα ασπαζόμουν το καλογηρικό σχήμα και θα έφευγα και όπου με βγάλει η άκρη. Εσείς θα αποκτούσατε την ελευθερία σας και θα αγαπούσατε άλλην. Αχ, να μπορούσα να πεθάνω!»

Ήταν δύσκολο να ξεδιαλύσει τι έγραφε μέσα από τα δάκρυα. Πάνω στο τραπέζι, στο πάτωμα και στο ταβάνι σιγοτρέμουν μικρά ουράνια τόξα, σα να κύτταζε η Νάντια μέσα από κάποια κρύσταλλο. Ήταν αδύνατο να γράψει, ακούμπησε τη ράχη της πίσω στην καρέκλα και άρχισε να σκέφτεται τον Γκόρνι.

Θεέ μου, τι ενδιαφέροντες, τι γοητευτικοί που είναι οι άντρες! Η Νάντια θυμήθηκε πόσο ωραία, ικετευτική, ένοχη και τρυφερή γίνεται η έκφραση του αξιωματικού, όταν συζητάει μαζύ του για μουσική, και πόσο προσπαθεί να εξουσιάσει τον εαυτό του ώστε η φωνή του νάναι συγκρατημένη. Στην κοινωνία όπου η ψυχρή υπεροψία και αδιαφορία λογαριάζονται σαν γνωρίσματα καλής ανατροφής και ευγενικών τρόπων, πρέπει να κρύβεις το πάθος σου. Και το κρύβει, αλλά δεν τα καταφέρνει, και όλοι ξέρουν πολύ καλά πως αγαπάει τη μουσική με πάθος. Οι ατελεύτητες συζητήσεις περί μουσικής, οι τολμηρές κρίσεις των ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν, τον κρατάνε σε διαρκή ένταση, είναι τρομαγμένος, άτολμος, σιωπηλός. Παίζει περίφημο πιάνο, σαν πραγματικός πιανίστας, και αν δεν ήταν αξιωματικός, ασφαλώς θα ήταν διάσημος μουσικός.

Τα δάκρυα στέγνωσαν στα μάτια της. Η Νάντια θυμήθηκε πως ο Γκόρνι της είχε εξομολογηθεί τον έρωτά του στη Συμφωνική λέσχη, και ύστερα κάτω κοντά στην γκαρδαρόμπα, όταν απ’ όλες τις μεριές φυσούσανε τα ρεύματα.

«Χαίρω πολύ, που γνωριστήκατε επί τέλους με το φοιτητή Γκρούζντεφ – εξακολούθησε να γράφει. – Είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος, και ασφαλώς θα τον αγαπήσετε πολύ. Χτες το βράδυ ήτανε σπίτι μας και κάθισε ως τις δύο. Όλοι μας είμασταν ενθουσιασμένοι, και λυπόμουν που δεν είχατε έρθει κι σείς. Είπε πολλά ωραία πράγματα».

Η Νάντια ακούμπησε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι κι έγυρε το κεφάλι και τα μαλλιά της σκέπασαν το γράμμα. Θυμήθηκε ότι ο φοιτητής Γκρούζντεφ κι αυτός την αγαπά και πως κι αυτός έχει το δικαίωμα να πάρει ένα γράμμα όπως ο Γκόρνι. Αλήθεια, δε θάταν καλύτερα να γράψει στον Γκρούζντεφ; Χωρίς καμμιά αιτία, μια χαρά αναγάλιασε μέσα της. Στην αρχή είτανε μια μικρή χαρά που κυλούσε μέσα της σαν ένα μικρό λαστιχένιο τόπι, ύστερα μεγάλωσε και την πλημμύρισε σαν κύμα. Η Νάντια ξέχασε και τους δύο, και οι σκέψεις της μπέρδεψαν και η χαρά της όλο και περίσσευε, θέριευε, από το στήθος γλύστρησε στα χέρια και στα πόδια, λες κι ένα ανάλαφρο δροσερό αεράκι φύσηξε στο κεφάλι και σάλεψε τα μαλλιά. Σα ρίγος κάποιο σιγανό γέλιο πέρασε στους ώμους της, πέρασε και στο τραπέζι και στο γυαλί της λάμπας, και από τα μάτια τα δάκρυα βρέξανε λίγο το γράμμα. Δεν μπορούσε να σταματήσει αυτό το γέλιο, και για να δείξει στον εαυτό της ότι γελά όχι χωρίς αιτία, βιάστηκε να θυμηθεί κάτι αστείο.
  Τι αστείο σκυλάκι! – είπε, ενώ κόντευε να πνιγεί από το γέλιο. – Τι αστείο σκυλάκι!

Θυμήθηκε πως ο Γκρούζντεφ έπαιζε χτες μετά το τσάι με το σκυλάκι, το Μαξίμ, και ύστερα τους διηγήθηκε για κάποιο εξαιρετικά έξυπνο σκυλάκι, που κυνήγησε ένα κόρακα έξω από το σπίτι και ο κόρακας γύρισε, τον κύτταξε και του είπε:
– Αχ, κατεργάρη!
Το σκυλάκι μην ξέροντας ότι έχει πάρε – δώσε με ένα σοφό κόρακα, τάχασε και υποχώρησε παραζαλισμένο, ύστερα άρχισε να γαυγίζει.

– Όχι, καλύτερα να ερωτευτώ τον Γκρούζντεφ – είπε αποφασιστικά η Νάντια κι έσχισε το γράμμα.

Άρχισε να σκέφτεται το φοιτητή, τον έρωτά του, το δικό της τον έρωτα, αλλά τελικά οι σκέψεις μπέρδευαν και περνούσαν από το νου της όλες οι σκέψεις: για τη μητέρα της, για το δρόμο, για το μολυβδοκόνδυλο, για το πιάνο… Τα σκεφτότανε χαρούμενη κι εύρισκε πως όλα ήτανε καλά και ωραία, και η χαρά της έλεγε μέσα της πως αυτό δεν ήταν όλο και πως σε λίγο θάναι ακόμη καλύτερα. Γρήγορα έρχεται η άνοιξη, το καλοκαίρι, θα πάνε με τη μητέρα στο Γκορμπίκν, θα έρθει με άδεια ο Γκόρνι, θα γυρίζει μαζύ της στον κήπο και θα τη φλερτάρει. Θαρθεί και ο Γκρούζντεφ. Θα παίξει μαζύ της κρίκετ ή κανένα άλλο παιχνίδι, θα της διηγείται αστεία ή παράξενα πράγματα. Αχ πως αποθύμησε τον κήπο, τα σκοτάδια, τον καθαρό ουρανό, τα άστρα! Και πάλι κάποιο ρίγος πέρασε από τα γέλια στους ώμους της και της φάνηκε πως μέσα στο δωμάτιο μύρισε αψέντι και πως κάποιο κλαδί χτύπησε στο παράθυρο.

Τράβηξε στο κρεβάτι της, κάθησε και μην ξέροντας τι να κάνει από τη μεγάλη της χαρά, που την είχε γλυκά κουράσει, κύτταζε το εικόνισμα που ήτανε κρεμασμένο πάνω από το κρεβάτι της κι έλεγε:
– Θεέ μου! Θεέ μου! Θεέ μου!




Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 2015

Το παραμύθι της Αλάμπρας


Ταξιδιωτική πεζογραφία ή προσευχή;

Από τα Ταξίδια του Ζαχαρία Παπαντωνίου (Εκδ. Εστία), και το κείμενο "Το παραμύθι της Αλάμπρας"



"...Πήγα στην Αλάμπρα Οκτώβριο μήνα, με ήλιο λαμπρό. Απ’ το τραίνο είδα ένα πελώριο όγκο από χιόνι να υψώνεται μεταξύ της Γρενάδας και του ουρανού, κι αυτό το μεγάλο κρύσταλλο να ροδίζη στην ώρα του δειλινού ως που έγινε ρουμπίνι. Ήταν η Σιέρρα Νεβάδα, το βουνό το χιονισμένο χειμώνα – καλοκαίρι, φάρος της ημέρας στα πλοία της Μεσογείου, αστείρευτο υδραγωγείο της Γρενάδας και των κάμπων της. Η Γρενάδα ανεβαίνει στα πόδια της Σιέρρας Νεβάδα. Όταν ανέβηκα στον τρίτο πράσινο λόφο της, στην Αλάμπρα, το χιόνι της Σιέρρας Νεβάδα ακτινοβολούσε ζέστη. Είχε χιονίσει χτες. Το παλιό χιόνι σκεπάστηκε από το νέο. Μαύρο σημάδι δεν έβλεπες στο γιγάντιο σκελετό της Σιέρρας. Κι όμως μπήκαμε σε χλιαρό λουτρό. Το φλογισμένο ρουμπίνι έστελνε γλυκειά χαυνωτική χλιαρότητα. Φύλλο δε σάλευε στις βαθύτατες δεντροστοιχίες. Ο αέρας είχε βουβαθή και μόνο τα νερά βροντούσαν. Όλη τη νύχτα, όλη την άλλην ημέρα το ίδιο. Να σκεφθής ήταν αδύνατο. Να ονειρευτής ούτε. Μόνο ν’ ακούς τις βρύσες που τρέχουν. Εδώ καταλάβαμε την Ιστορία. Ένας διψασμένος λαός της ερήμου, Άραβες μαζί με Αφρικανούς, ήρθαν και κατάκτησαν, όχι τόσο την ισπανική Γρενάδα, όσο ένα βουνό χιονισμένο, που τους έστελνεν αστείρευτο νερό για να φυτεύουν την πεδιάδα και να προσεύχωνται. Ο λαός αυτός ο υδρευτής έστησεν ένα πυκνότατο δίχτυ πήλινων σωλήνων κ’ έπιασε το χιόνι της Σιέρρας, άνοιξε καταρράχτες και βρύσες, έφερε νερό για εξαγνισμούς, νερό για καλλιέργεια κ’ έπειτα όλο το νερό που πιάνει την κλίμακα του περιττού, νερό για μουρμουρητά, για σπατάλη, για μουσική στις αυλές, για καθρεφτίσματα, για ανυπαρξία..."


 

[εικόνα από το "Πάτιο των λεόντων"]