Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2017

Μικρά Πεζά


Ξυλουργοί που μαθήτευσαν στην Αγγλία και ένα αγόρι απ' τη Ρουμανία που θα ζήσει σε άλλες χώρες.
Δύο σύντομα κείμενα/ διηγήματα, από τη δημοσίευση στο περιοδικό Μικρό Πεζό, το φθινόπωρο του 2014.



















Δούλευαν μαζί

Αποκτήσαμε τις γνώσεις του ξυλουργού στην αγγλική εξοχή. Έχουμε πια αντοχές στην υγρασία και στις μεγάλες αποστάσεις, και τώρα προσαρμόζουμε τη δουλειά μας στα νότια δέντρα. Το τελευταίο μας σχέδιο είναι οι κούνιες στα μικρά δάση δίπλα σε οικισμούς ∙ να τοποθετήσουμε είκοσι με τριάντα κούνιες. Η εργασία αυτή είναι αποκλειστικά νυχτερινή ∙ η ιδέα είναι, το βράδυ έξω από το σπίτι του κάποιος να μην έχει κούνια, και το πρωί να έχει. Η προετοιμασία πήρε καιρό ∙ έπρεπε να βρούμε τα κατάλληλα κλαδιά. Αλλά και οι σανίδες και τα μαδέρια ήθελαν δουλειά, να μη μείνουν ακίδες και τρυπηθεί κανείς ή ξηλωθεί κανένα ύφασμα.
Μέρες μετά την τοποθέτηση, περιοδεύαμε στα μικρά δάση, για να ελέγξουμε τη σταθερότητα και να δούμε αν ο κόσμος έκανε κούνια. Ευτυχώς, φαινόταν όλα να πηγαίνουν ρολόι ∙ παιδιά έδιναν φόρα το ένα στο άλλο, στο μεγάλο πεύκο ένας παππούς ήσυχα ταλαντεύονταν. Άλλη ανησυχία εκεί, μην πέσει ρετσίνι και του λερώσει το λινό παντελόνι · περιμέναμε να φύγει, έφυγε καθαρός. Τότε προχωρήσαμε πιο βαθιά μέσα στα πεύκα, να ξαπλώσουμε, και σχεδόν μας πήρε ο ύπνος. Όταν έπεσε το φως σηκωθήκαμε. Τα πιο φωτεινά αστέρια φαίνονταν μέσα από τις βελόνες – μύριζε χώμα και ρετσίνι. Κατευθυνθήκαμε πάλι προς την κούνια, έσπρωχνε ο ένας τον άλλον, όλο και ψηλότερα μες στο σκοτάδι. Μακριά απ’ τις άσχημες μέρες, ψηλώναμε και χαιρόμασταν – άραγε ήξερε κανείς πόσο πολύ χαιρόμασταν;


Έντουαρτ

Αυτή είναι η πρώτη φορά που αποφασίζει να μην παίξει άλλο στο προαύλιο. Πιάνει μια θέση κάτω απ’ το υπόστεγο και παρατηρεί το διάλειμμα∙ ποδόσφαιρο με καπάκι από μπουκάλι. Οι δάσκαλοι δεν αφήνουν μπάλες – μόνο στη γυμναστική∙ πολλές φορές τους έχουν πάρει τα μπαλάκια που έφεραν απ’ το σπίτι∙ θα το έκανε και ο καινούργιος δάσκαλος; Τον έχουν φέρει για το παιδί με το πρόβλημα, όμως είναι κανονικός δάσκαλος. Τους έκανε μάθημα προχτές, που έλειπε η κυρία τους, και είπε δυο φορές ησυχία και τους έβαλε και για το σπίτι. Κανονικός∙ όμως καινούργιος, και τον πρόσεξε, του είπε να διαβάσει και του είπε και μπράβο για τις λίγες λέξεις που διάβασε με το ζόρι – προφορικά είναι καλύτερος, το έδειξε.
Κάθεται ακόμα στο υπόστεγο, κάθιδρος από τόσο τρέξιμο πριν. Έχει πάρει χρώμα από τον ήλιο –τέλος της άνοιξης– μα δε θα μαυρίσει πολύ γιατί είναι ξανθός, από τη Ρουμανία. Αυτές τις μέρες στο σπίτι λένε πως θα φύγουν απ’ την Ελλάδα με το που τελειώσουν τα σχολεία, η δική του οικογένεια και ο θείος του με τα ξαδέρφια του, όλοι για την Τσεχία. Σκέφτεται το όνομα της πόλης: Πράγα. Άραγε θα μείνουν εκεί μέχρι να γίνει 18 που θα κάνει ό, τι θέλει; Καλό θα ήταν να ξέρει, πού, με ποιούς, και άλλα. Σηκώνεται πριν χτυπήσει το κουδούνι και περνάει μέσα από τα αυτοσχέδια γήπεδα, κλωτσιέται με δυο παιδιά που τους έκοψε, πάει προς τον καινούργιο δάσκαλο: Κύριε, εσείς πόσο χρονών είστε;